αυθορμήτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὐθορμήτως, αυθόρμητος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυθορμήτως < (ελληνιστική κοινήαὐθορμήτως

Επίρρημα[επεξεργασία]

αυθορμήτως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]