αυτοκαταδικαστούν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αυτοκαταδικαστούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοκαταδικάζομαι
  2. θα αυτοκαταδικαστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοκαταδικάζομαι