αυτοπροσωπογραφούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοπροσωπογραφούμαι < αυτοπροσωπογράφος + -ούμαι
Ρήμα
[επεξεργασία]αυτοπροσωπογραφούμαι
- σχεδιάζω την αυτοπροσωπογραφία μου
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοπροσωπογραφούμαι | αυτοπροσωπογραφούμουν | θα αυτοπροσωπογραφούμαι | να αυτοπροσωπογραφούμαι | ||
β' ενικ. | αυτοπροσωπογραφείσαι | αυτοπροσωπογραφούσουν | θα αυτοπροσωπογραφείσαι | να αυτοπροσωπογραφείσαι | ||
γ' ενικ. | αυτοπροσωπογραφείται | αυτοπροσωπογραφούνταν | θα αυτοπροσωπογραφείται | να αυτοπροσωπογραφείται | ||
α' πληθ. | αυτοπροσωπογραφούμαστε | αυτοπροσωπογραφούμασταν αυτοπροσωπογραφούμαστε |
θα αυτοπροσωπογραφούμαστε | να αυτοπροσωπογραφούμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοπροσωπογραφείστε | αυτοπροσωπογραφούσασταν αυτοπροσωπογραφούσαστε |
θα αυτοπροσωπογραφείστε | να αυτοπροσωπογραφείστε | αυτοπροσωπογραφείστε | |
γ' πληθ. | αυτοπροσωπογραφούνται | αυτοπροσωπογραφούνταν | θα αυτοπροσωπογραφούνται | να αυτοπροσωπογραφούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοπροσωπογραφήθηκα | θα αυτοπροσωπογραφηθώ | να αυτοπροσωπογραφηθώ | αυτοπροσωπογραφηθεί | ||
β' ενικ. | αυτοπροσωπογραφήθηκες | θα αυτοπροσωπογραφηθείς | να αυτοπροσωπογραφηθείς | αυτοπροσωπογραφήσου | ||
γ' ενικ. | αυτοπροσωπογραφήθηκε | θα αυτοπροσωπογραφηθεί | να αυτοπροσωπογραφηθεί | |||
α' πληθ. | αυτοπροσωπογραφηθήκαμε | θα αυτοπροσωπογραφηθούμε | να αυτοπροσωπογραφηθούμε | |||
β' πληθ. | αυτοπροσωπογραφηθήκατε | θα αυτοπροσωπογραφηθείτε | να αυτοπροσωπογραφηθείτε | αυτοπροσωπογραφηθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοπροσωπογραφήθηκαν αυτοπροσωπογραφηθήκαν(ε) |
θα αυτοπροσωπογραφηθούν(ε) | να αυτοπροσωπογραφηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοπροσωπογραφηθεί | είχα αυτοπροσωπογραφηθεί | θα έχω αυτοπροσωπογραφηθεί | να έχω αυτοπροσωπογραφηθεί | αυτοπροσωπογραφημένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοπροσωπογραφηθεί | είχες αυτοπροσωπογραφηθεί | θα έχεις αυτοπροσωπογραφηθεί | να έχεις αυτοπροσωπογραφηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοπροσωπογραφηθεί | είχε αυτοπροσωπογραφηθεί | θα έχει αυτοπροσωπογραφηθεί | να έχει αυτοπροσωπογραφηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοπροσωπογραφηθεί | είχαμε αυτοπροσωπογραφηθεί | θα έχουμε αυτοπροσωπογραφηθεί | να έχουμε αυτοπροσωπογραφηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοπροσωπογραφηθεί | είχατε αυτοπροσωπογραφηθεί | θα έχετε αυτοπροσωπογραφηθεί | να έχετε αυτοπροσωπογραφηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοπροσωπογραφηθεί | είχαν αυτοπροσωπογραφηθεί | θα έχουν αυτοπροσωπογραφηθεί | να έχουν αυτοπροσωπογραφηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοπροσωπογραφούμαι
|