αυτοχειριαστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αυτοχειριαστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αυτοχειριάζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοχειριάζομαι
  3. θα αυτοχειριαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοχειριάζομαι