αφαλοκόψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αφαλοκόψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αφαλοκόβω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφαλοκόβω
  3. θα αφαλοκόψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφαλοκόβω