αφαλοκόψω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αφαλοκόψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφαλοκόβω
  2. θα αφαλοκόψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφαλοκόβω