αφαλοκόψω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αφαλοκόψω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφαλοκόβω
- θα αφαλοκόψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφαλοκόβω