αφεντέψεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αφεντέψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφεντεύω
- θα αφεντέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφεντεύω