αφηγηθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αφηγηθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφηγούμαι
  2. θα αφηγηθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφηγούμαι