αφιχθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αφιχθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφικνούμαι
  2. θα αφιχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφικνούμαι