αφυπνιστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αφυπνιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αφυπνίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφυπνίζομαι
  3. θα αφυπνιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφυπνίζομαι