αχνοφέξουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αχνοφέξουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αχνοφέγγω
- θα αχνοφέξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αχνοφέγγω