αἰθροβολέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αἰθροβολέω - αἰθροβολῶ
- ακτινοβολώ (ως αστρονομικός ή αστρολογικός όρος)
αἰθροβολέω - αἰθροβολῶ