βάλε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βάλε
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βάζω
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βάλε
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βάλλω