βάλλεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βάλεις

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βάλλεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βάλλω



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βάλλεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βάλλω