βαθύνει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βαθύνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βαθαίνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαθαίνω
- θα βαθύνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαθαίνω