βαλσαμώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]βαλσαμώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βαλσαμώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαλσαμώνω
- θα βαλσαμώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαλσαμώνω