βαρβαρίσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βαρβαρίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαρβαρίζω
  2. θα βαρβαρίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαρβαρίζω