βαυκαλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαυκαλώ < (ηχομιμητική λέξη) (από το βαυ βαυ που έλεγαν οι παραμάνες για να νανουρίσουν τα μωρά)
Ρήμα[επεξεργασία]
βαυκαλώ
- άλλη μορφή του βαυκαλίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαυκαλώ
→ δείτε τη λέξη βαυκαλίζω |