βλύζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βλύζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bal-

βλύζω

  1. αναβλύζω, εκπηγάζω
  2. ξεχειλίζω