βράττεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βράττεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βράττω / αττικός τύπος του βράσσεις
βράττεις