γενναιοφρόνως
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γενναιοφρόνως < γενναιόφρων
Επίρρημα
[επεξεργασία]γενναιοφρόνως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γενναιοφρόνως
|
γενναιοφρόνως
|