γεράσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]γεράσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γερνώ
- θα γεράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γερνώ
- να γεράσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γερνώ