γηπεδοποιήσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]γηπεδοποιήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γηπεδοποιώ
- θα γηπεδοποιήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γηπεδοποιώ