γκουαρανί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκουαρανί ουδέτερο στον πληθυντικό ή θηλυκό, άκλιτο
- (γλώσσα) ιθαγενών που μιλιέται στην Παραγουάη, στη βόρεια Αργεντινή, στην ανατολική Βολιβία, στη νότια και βορειοανατολική Βραζιλία