γλαυκιάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλαυκιάω < γλαυκός

Ρήμα[επεξεργασία]

γλαυκιάω

  • εξακοντιζω άγριες ματιές