γλαφυραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

γλαφυραίνω

  • καθιστώ τον λόγο μου πιο παραστατικό κι ευχάριστο
Βρε μούχλα, αν δεν γλαφυρύνεις τον λόγο σου ούτε η μάνα σου δεν θα σε διαβάσει!