γλυκοχαράξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

γλυκοχαράξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γλυκοχαράζει
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλυκοχαράζει
  3. θα γλυκοχαράξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλυκοχαράζει