γνοιαστείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]γνοιαστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γνοιάζομαι
- θα γνοιαστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γνοιάζομαι