γονατίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γονατίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γονατίζω
- θα γονατίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γονατίζω