γουρσουζεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γουρσουζεύω < γουρσούζ(ης) + -εύω

γουρσουζεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]