γρυλίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

γρυλίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γρυλίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γρυλίζω
  3. θα γρυλίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γρυλίζω