γυμνός οφθαλμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

  1. για μάτι παρατηρητή χωρίς οπτικό βοήθημα
  2. για μάτι μύωπα που κοιτάζει μέσα από βασικό οπτικό βοήθημα αλλά όχι εξειδικευμένο όπως πχ. κυάλια, μικρσκόπιο, τηλεσκόπιο