γυμνός οφθαλμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
- για μάτι παρατηρητή χωρίς οπτικό βοήθημα
- για μάτι μύωπα που κοιτάζει μέσα από βασικό οπτικό βοήθημα αλλά όχι εξειδικευμένο όπως πχ. κυάλια, μικρσκόπιο, τηλεσκόπιο