δέσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

δέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δένω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δένω
  3. θα δέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δένω