δίκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίκας < διοικητής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίκας αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) ο διοικητής
- ↪ Πήγαινε πες το στον Δίκα.
δίκας αρσενικό