δενδροφυτεύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δενδροφυτεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δενδροφυτεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δενδροφυτεύω
- θα δενδροφυτεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δενδροφυτεύω