δε με μέλει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δε με μέλει < αρχαίο ελληνικό ρήμα μέλω που απαντάται κυρίως στο γ' πρόσωπο "μέλει" με ουδέτερη σημασία: είμαι αντικείμενο φροντίδας, φροντίζω ή ανησυχώ για κάτι.
Έκφραση[επεξεργασία]
δε με μέλει ή "δεν με μέλει"
- δεν μ΄ ενδιαφέρει, δεν με νοιάζει, μου είναι αδιάφορο
- π.χ θεατρικός τίτλος "Η Κυρία δε με μέλει"
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δε με μέλει
|