δε με μέλει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δε με μέλει < αρχαίο ελληνικό ρήμα μέλω που απαντάται κυρίως στο γ' πρόσωπο "μέλει" με ουδέτερη σημασία: είμαι αντικείμενο φροντίδας, φροντίζω ή ανησυχώ για κάτι.

Έκφραση[επεξεργασία]

δε με μέλει ή "δεν με μέλει"

  • δεν μ΄ ενδιαφέρει, δεν με νοιάζει, μου είναι αδιάφορο
π.χ θεατρικός τίτλος "Η Κυρία δε με μέλει"

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]