δημοπρατήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

δημοπρατήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δημοπρατώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δημοπρατώ
  3. θα δημοπρατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δημοπρατώ