διέλθουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διέλθουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διέρχομαι
- θα διέλθουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διέρχομαι