διαβληθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαβληθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαβάλλομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβάλλομαι
- θα διαβληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβάλλομαι