διαλύσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]διαλύσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαλύω
- θα διαλύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαλύω