διαμελίσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διαμελίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαμελίζω
  2. θα διαμελίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαμελίζω