διανείμουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διανείμουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανέμω
  2. θα διανείμουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανέμω