διαπαιδαγωγήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διαπαιδαγωγήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπαιδαγωγώ
  2. θα διαπαιδαγωγήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπαιδαγωγώ