διασκεδαστούν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διασκεδαστούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασκεδάζομαι
- θα διασκεδαστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασκεδάζομαι