διαστρέψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διαστρέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαστρέφω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαστρέφω
  3. θα διαστρέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαστρέφω