δικηγορήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

δικηγορήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δικηγορώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δικηγορώ
  3. θα δικηγορήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δικηγορώ