δουλεύεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δουλεύεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δουλεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δουλεύεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δουλεύω