δροσιστώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

δροσιστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δροσίζομαι
  2. θα δροσιστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δροσίζομαι