δυναστεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

δυναστεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δυναστεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δυναστεύω
  3. θα δυναστεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δυναστεύω