δυσκάμπτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσκάμπτως (ελληνιστική κοινή) < δύσκαμπτ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

δυσκάμπτως

Πηγές[επεξεργασία]